γλειψιά

γλειψιά
η
1.το να γλείφει κανείς.
2. μτφ., η κολακεία, το καλόπιασμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γλειψιά — η το γλείψιμο* …   Dictionary of Greek

  • γλείψιμο — το 1. η γλειψιά. 2. η κολακεία: Πήρε προαγωγή με γλείψιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”